επακμος

επακμος
    ἔπακμος
    ἔπ-ακμος
    2
    досл. достигший расцвета, перен. крепкий
    

(ὀδοὺς ἔ. καὴ ὀξύς Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επακμος" в других словарях:

  • έπακμος — ἐπακμος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σε ωριμότητα («κόρας ἐπάκμους» κόρες σε ηλικία γάμου, επίγαμες) 2. οξύς, μυτερός, που καταλήγει σε οξεία αιχμή («ἔπακμον καὶ ὀξὺν ὀδόντα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακμή] …   Dictionary of Greek

  • ἔπακμος — in the bloom of age masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπακμον — ἔπακμος in the bloom of age masc/fem acc sg ἔπακμος in the bloom of age neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάκμου — ἔπακμος in the bloom of age masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάκμους — ἔπακμος in the bloom of age masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάκμων — ἔπακμος in the bloom of age masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάκμῳ — ἔπακμος in the bloom of age masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»